Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

injuries and losses


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο injury παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: injuries | and | losses

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
injury n (harm to body)τραυματισμός ουσ αρσ
  (πάνω στο σώμα)τραύμα ουσ ουδ
 Ken couldn't compete in the race because he had an injury.
 Ο Κεν δεν μπορούσε να πάρει μέρος στον αγώνα λόγω του τραυματισμού του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
injury n (law: damage to reputation) (φήμης, ιδιοκτησίας)προσβολή ουσ θηλ
  (σωματική, ηθική)βλάβη ουσ θηλ
 Gary sued the company for injuries to his reputation.
injury n (hurt feelings)πληγώνω ρ μ
  (μεταφορικά)πλήγμα ουσ ουδ
 George's comments caused injury to Jane's pride.
 Τα σχόλια του Τζορτζ πλήγωσαν την περηφάνια της Τζέιν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
add insult to injury v expr figurative (make bad situation worse) (μεταφορικά)το κερασάκι στην τούρτα έκφρ
 They got lost in the woods. Then, to add insult to injury, they were out of food.
 Χάθηκαν στο δάσος. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι τους είχαν τελειώσει τα τρόφιμα.
brain injury n (damage to cerebral area)εγκεφαλική κάκωση επίθ + ουσ θηλ
head injury n (wound to the head)τραύμα στο κεφάλι ουσ ουδ
 A young lad was struck by a car and is now in intensive care with a serious head injury.
injury time n (sports: game extension) (σπορ)καθυστερήσεις λόγω τραυματισμών έκφρ
 The winning goal was scored in the very last minute of injury time.
internal injury n (damage inside the body)εσωτερικό τραύμα επίθ + ουσ ουδ
 She hardly looked injured after the car crash, but she died of internal injuries.
personal injury n (injury to an individual)σωματική βλάβη επίθ + ουσ θηλ
 After the accident, she looked for an attorney who would represent her in a personal injury lawsuit.
repetitive strain injury n uncountable (pain, etc., caused by repeated movements)κάκωση λόγω επαναλαμβανόμενης καταπόνησης φρ ως ουσ θηλ
RSI n initialism (repetitive strain injury)κάκωση λόγω επαναλαμβανόμενης καταπόνησης, τραυματισμός λόγω επαναλαμβανόμενης καταπόνησης περίφρ
self-inflicted injury n (law: harm done to yourself)αυτοτραυματισμός ουσ αρσ
spinal cord injury n (damage to nerve tissue around the spine)κάκωση νωτιαίου μυελού φρ ως ουσ θηλ
spinal injury n (wound or damage to the spine)κάκωση της σπονδυλικής στήλης φρ ως ουσ θηλ
  τραυματισμός της σπονδυλικής στήλης φρ ως ουσ αρσ
sports injury n (wound sustained while playing sport)αθλητικός τραυματισμός επίθ + ουσ αρσ
whiplash injury n (injury caused when neck is jerked)πιάσιμο στο λαιμό ουσ ουδ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 She received a whiplash injury in a car accident.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση injuries and losses στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «injuries and losses».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!