WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
injury n | (harm to body) | τραυματισμός ουσ αρσ |
| (πάνω στο σώμα) | τραύμα ουσ ουδ |
| Ken couldn't compete in the race because he had an injury. |
| Ο Κεν δεν μπορούσε να πάρει μέρος στον αγώνα λόγω του τραυματισμού του. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
injury n | (law: damage to reputation) (φήμης, ιδιοκτησίας) | προσβολή ουσ θηλ |
| (σωματική, ηθική) | βλάβη ουσ θηλ |
| Gary sued the company for injuries to his reputation. |
injury n | (hurt feelings) | πληγώνω ρ μ |
| (μεταφορικά) | πλήγμα ουσ ουδ |
| George's comments caused injury to Jane's pride. |
| Τα σχόλια του Τζορτζ πλήγωσαν την περηφάνια της Τζέιν. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: